Βαν ντε Βέλντε

Βαν ντε Βέλντε
(Van de Velde). Επώνυμο οικογένειας ζωγράφων που μετανάστευσαν από την Αμβέρσα του Βελγίου στην Ολλανδία. 1. Αντριάν (Adriaen, 1636-1672). Γιος του Βίλεμ Β.ν.Β. του πρεσβύτερου και αδελφός του νεότερου. Ήταν ζωγράφος τοπογραφιών και επέδειξε ιδιαίτερη σπουδή στη χρήση του φωτός ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την εποχή. 2. Βίλεμ [ο πρεσβύτερος] (Willem, Λέιντεν 1611 – Λονδίνο 1693). Ασχολήθηκε κυρίως με θαλασσογραφίες, τις οποίες ζωγράφιζε με μελάνι σε λευκό ύφασμα ή χαρτί και ύστερα από πολλά χρόνια ασχολήθηκε με την ελαιογραφία. Η φήμη του ως θαλασσογράφου έγινε αφορμή να του ανατεθεί στο Λονδίνο, από τον βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας Κάρολο Β’, η φιλοτέχνηση σειράς πινάκων εμπνευσμένων από τους ναυτιλιακούς αγώνες μεταξύ Αγγλίας και Ολλανδίας. Έζησε τότε στο Λονδίνο ως ζωγράφος της αγγλικής Αυλής. Τα σημαντικότερα έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, υπάρχουν όμως και αρκετά σε ιδιωτικές συλλογές. 3. Βίλεμ [ο νεότερος] (Willem, Άμστερνταμ 1633 – Αγγλία 1707). Γιος του προηγούμενου και μαθητής του. Ο βασιλιάς Κάρολος Β’ του ανέθεσε να φιλοτεχνήσει πίνακες ναυμαχιών του αγγλικού στόλου, για να διακοσμήσει διάφορα ανάκτορα. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές, όπως επίσης και στην Πινακοθήκη του Άμστερνταμ. Πολλοί τεχνοκρίτες τον συγκαταλέγουν μεταξύ των μεγαλύτερων θαλασσογράφων. Τα σπουδαιότερα έργα του τιτλοφορούνται Ένα λιμάνι, Ακτή και Προκυμαία. 4. Γιαν (Jan, 1593-1641). Πατέρας του Γιαν Γιανς Β.ν.Β. και θείος του Ησαΐα, υπήρξε και ο ίδιος ζωγράφος, χωρίς μεγάλη επιτυχία. 5. Γιαν Γιανς (Jan Jansz, Άμστερνταμ 1620 – 1663). Γιος του Γιαν Β.ν.Β. Επιδόθηκε περισσότερο στην απεικόνιση της νεκρής φύσης. Διακρίθηκε επίσης στη χαλκογραφία. Έργα του υπάρχουν σε μουσεία της Χάγης, του Βερολίνου, της Δρέσδης, του Μονάχου, του Λονδίνου και του Παρισιού. 6. Ησαΐας (Esaias, Άμστερνταμ περ. 1591 – Χάγη 1630). Ζωγράφος και χαράκτης. Αδελφός του Βίλεμ του πρεσβύτερου. Διακρίθηκε για την απεικόνιση σκηνών μαχών και συγκρούσεων με ληστές. Στην πινακοθήκη του Άμστερνταμ βρίσκονται οι σπουδαιότεροι πίνακές του (Ισπανικοί καταυλισμοί, Η χειμερινήδιασκέδαση και μια προσωπογραφία του πρίγκιπα Μαυρίκιου). Σε ιδιωτικές συλλογές διασώζονται και τοπία του. Δύο από τα ωραιότερα έργα του, Η νυχτερινή μάχη και ο Ιππέας, βρίσκονται στην πινακοθήκη του Ρότερνταμ. Γενικά όμως, τα έργα του είναι δυσεύρετα, γιατί ζωγράφιζε με αργό ρυθμό και δεν άφησε μεγάλο αριθμό πινάκων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βαν ντε Βέλντε, Χένρι — (Henri Van de Velde, Αμβέρσα 1863 – Ζυρίχη 1957). Βέλγος αρχιτέκτονας και σχεδιαστής (designer), από τους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος του νέου ρυθμού (art nouveau) και μεγάλος πρωτοπόρος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ασχολήθηκε αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκόγεν, Γιαν — (Jan Van Goyen, Λέιντεν 1596 – Χάγη 1656). Ολλανδός ζωγράφος. Το 1615 πήγε στο Παρίσι, όπου οι πίνακές του Παραλίες και Ερείπια προκάλεσαν αίσθηση, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν εκεί μεγάλοι τοπιογράφοι. Όταν γύρισε στην Ολλανδία,… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Μπάουχαους — (Bauhaus, από τις γερμανικές λέξεις Bau = κατασκευή και Haus = κατοικία). Έτσι ονομαζόταν η κρατική σχολή της αρχιτεκτονικής της Βαϊμάρης, το κτίριο της οποίας είχε σχεδιάσει το 1905 ο Χένρι βαν ντε Βέλντε, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Ρόισνταλ — (Ruysdal). Επώνυμο 2 Ολλανδών ζωγράφων. 1. Γιάκομπ βαν (Χάαρλεμ 1629 – Άμστερνταμ 1682). Μαθητής πιθανότατα του πατέρα του Ισαάκ και του θείου του Σαλομόν, που ήταν και οι δυο τοπιογράφοι, μπήκε σε ηλικία 21 ετών στη συντεχνία των ζωγράφων του… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”